δάνειο

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

το (AM δάνειον, Α και δάνιον) δάνος
χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος με την υποχρέωση να το επιστρέψει ολόκληρο ή με δόσεις με ή χωρίς τόκο («παίρνω δάνειο», «συνάπτω δάνειο», «χορηγώ δάνεια», «δίνω δάνειο» κ.λπ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «εξωτερικό δάνειο» — το ποσό που δανείζεται το κράτος από ξένη χώρα ή οικονομικό οργανισμό
2. «εσωτερικό ή δημόσιο δάνειο» — το δάνειο που συνάπτει το κράτος για να καλύψει γενικές ή ειδικές δαπάνες του προϋπολογισμού
3. «λαχειοφόρο δάνειο» — αυτό που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση λαχείου
4. «αναγκαστικό δάνειο» — εκείνο που επιβάλλεται από το κράτος
5. «δάνειο βραχυπρόθεσμο» — με διάρκεια ώς δώδεκα μήνες
6. «δάνειο μακροπρόθεσμο» — με διάρκεια μεγαλύτερη του έτους
7. «τον έφαγαν τα δάνεια» — είναι καταχρεωμένος, χρωστάει πάρα πολλά.