δαιτρόν
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
τό, one's portion, δαιτρὸν πίνειν Il. 4.262.
Spanish (DGE)
-οῦ, τό ración εἰ ... Ἀχαιοὶ δ. πίνωσιν Il.4.262.
German (Pape)
[Seite 516] τό, das Zugetheilte, die Portion; πίνειν, sein bestimmtes Maaß trinken, Il. 4, 263, vgl. Scholl. Aristonic.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
portion de boisson, ration.
Étymologie: δαίνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιτρόν -οῦ, τό [δαιτρός] portie, deel.
Russian (Dvoretsky)
δαιτρόν: τό доля, мера, порция (δ. πίνειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρόν: τό, (δαίω) τὸ μέρος, τὸ μερίδιον, δαιτρὸν πίνειν Ἰλ. Δ. 262.
English (Autenrieth)
portion, Il. 4.262†.
Greek Monolingual
δαιτρόν, το (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δαιτρός από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) -τρον ή, κατ' άλλους, απευθείας < δαιτρός.
Greek Monotonic
δαιτρόν: τό (δαίω Β), μερίδιο κάποιου· δαιτρὸν πίνειν, σε Ομήρ. Ιλ.