Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεισιδαίμονας

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

ο (AM δεισιδαίμων, -ον)
αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός
αρχ.
1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής
2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» — δεισιδαιμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι (πρβλ. αερσίλοφος, αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].