δεράς
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
German (Pape)
[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
c. δειράς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).
Russian (Dvoretsky)
δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.
Greek Monolingual
δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].
Greek Monotonic
δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
Middle Liddell
= δειράς, Soph.]