δερμύλλω
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
= φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.
Spanish (DGE)
desollar sent. obsc. masturbar ἑαυτόν Sch.Ar.Nu.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.
German (Pape)
[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.
Greek (Liddell-Scott)
δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.
Greek Monolingual
δερμύλλω (Α)
έχω στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) -ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα του Ησυχίου «δερμύλλει
αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].