διάπλοκος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
διάπλοκον, interwoven, plaited, Hld.2.3.
Spanish (DGE)
-ον
entrelazado, trenzado βοτρύων σχοινιαὶ διάπλοκοι Aristeas 75, κρηπὶς ... ἱμάντι φοινικῷ δ. Hld.3.3.2, τὸ μὲν κέρας ... ἀνθινοῖς στεφάνοις δ. Hld.3.1.4, κόμη Hld.3.4.5, ἡμερίδες ... κισσῷ διάπλοκοι καὶ βότρυσι Gr.Naz.Ep.10.10.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλοκος: -ον, συμπεπλεγμένος, πλεκτός, Ἡλιόδ. 2. 3.
Greek Monolingual
-ο (Α διάπλοκος, -ον)
πλεγμένος μέσα σε άλλο ή μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
σφιχτοπλεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -πλοκος < πλόκος].
German (Pape)
durch-, verflochten, Heliod.