διαγεύω
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
A give a taste of, τινὰ τῆς φωνῆς καὶ τοῦ μέλους Eun.Hist.p.247 D.
II Med., taste, Plu.2.469c, Gp.7.7.1.
Spanish (DGE)
I en v. med. gustar, degustar, catar πρὸς τὸ ἄριστον ὀξίνην ἐζήτει διαγευόμενος Plu.2.469c, τοὺς οἴνους Gp.7.7.1
•c. gen. οἴνου Gal.8.944.
II en v. act.
1 hacer gustar a uno de, dar a probar c. gen. τῆς φωνῆς αὑτοῦ διέγευσε καὶ τοῦ μέλους Eun.Hist.48.1.
2 ingerir en v. pas. τῆς τροφῆς ... διαγευθείσης Didym.in Eccl.324.27.
Greek (Liddell-Scott)
διαγεύω: παρέχω πρὸς γεῦσιν, τινός τινα Εὐνάπ. Ἐκλ. σ. 80, 15. -μέσ. διαγεύομαι, γεύομαι, Πλούτ. 2, 469B· -διάγευσις, εως, ἡ γεῦσις, Γεωπ. 7. 7.