διακωλυτέον
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
one must prevent, Pl.R. 401b, Agath.2.6.
Spanish (DGE)
hay que impedir Pl.R.401b, Agath.2.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
διακωλῡτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐμποδίσῃ, Πλάτ. Πολ. 401Β.
Greek Monotonic
διακωλῡτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακωλυτέον, adj. verb. van διακωλυω, men moet verhinderen.