διαπριωτός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
διαπριωτή, διαπριωτόν, = διάπριστος, Hp.VC21.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
serrado, medic. del cráneo trepanado Hp.VC 21.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρῑωτός: -ή, -όν, = διάπριστος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 912.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπριωτός -όν [διαπρίω] geneesk. getrepaneerd.