διεγγυώ

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

διεγγυῶ (-άω) (Α) εγγυώ
Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. υπόσχομαι
3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια
4. παρέχω ως ενέχυρο
5. υποθηκεύω την περιουσία μου
II. διεγγυώμαι
1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. βρίσκω εγγυητή, εγγυάται κάποιος για μένα.