ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
διεγγυῶ (-άω) (Α) εγγυώ
Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. υπόσχομαι
3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια
4. παρέχω ως ενέχυρο
5. υποθηκεύω την περιουσία μου
II. διεγγυώμαι
1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου
2. βρίσκω εγγυητή, εγγυάται κάποιος για μένα.