διειρωνόξενος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διειρωνόξενος Medium diacritics: διειρωνόξενος Low diacritics: διειρωνόξενος Capitals: ΔΙΕΙΡΩΝΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: dieirōnóxenos Transliteration B: dieirōnoxenos Transliteration C: dieironoksenos Beta Code: dieirwno/cenos

English (LSJ)

διειρωνόξενον, (εἴρων) dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.

Spanish (DGE)

-ον
falso con los huéspedes de los laconios, Ar.Pax 623.

German (Pape)

[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

διειρωνόξενος: притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.

Greek (Liddell-Scott)

διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623· πρβλ. κατειρωνεύομαι.

Greek Monolingual

διειρωνόξενος, -ον (Α)
αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του.

Greek Monotonic

διειρωνόξενος: -ον, φαινομενικά φιλόξενος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δι-ειρωνό-ξενος, ον adj
dissembling with one's guests, Ar.