δικταμνίτης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[νῑ] οἶνος wine flavoured with dittany, Dsc.5.47.
Spanish (DGE)
-ου
de díctamo, condimentado con díctamo (οἶνος) Dsc.5.47.
German (Pape)
[Seite 630] οἶνος, mit Diktamnum abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δικταμνίτης: οἶνος, ὁ, δικτάμνῳ ἐσκευασμένος, Διοσκ. 5. 57.
Greek Monolingual
δικταμνίτης, ο (Α)
οίνος αρωματισμένος με δίκταμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκταμνον + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].