διοιστέον
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
(διαφέρω) one must move round, ὄμμα πανταχῇ E.Ph. 265.
Spanish (DGE)
hay que llevar, hay que dirigir ὄμμα πανταχῇ δ. κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο, μὴ δόλος τις ᾖ E.Ph.265.
German (Pape)
adj. verb. zu διαφέρω, Eur. Phoen. 272.
Russian (Dvoretsky)
διοιστέον: adj. verb. к διαφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
διοιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, ὄμμα πανταχῆ Εὐρ. Φοιν. 265.
Greek Monotonic
διοιστέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω (διοίσω, μέλ. του διαφέρω), πρέπει κάποιος να κινήσει γύρω, σε Ευρ.