διώδυνος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
διώδυνον, (ὀδύνη) with thrilling anguish, σπαραγμός S.Tr. 777.
Spanish (DGE)
(διώδῠνος) -ον profundamente doloroso σπαραγμός S.Tr.777.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait douloureux.
Étymologie: διά, ὀδύνη.
German (Pape)
sehr schmerzhaft; σπαραγμός Soph. Tr. 774.
Russian (Dvoretsky)
διώδῠνος: крайне болезненный, мучительный, жгучий (σπαραγμός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
διώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) μετὰ πολλῆς ὀδύνης, λίαν ὀδυνηρός, σπαραγμὸς Σοφ. Τρ. 777.
Greek Monolingual
διώδυνος, -ον (Α)
ο υπερβολικά οδυνηρός.
Greek Monotonic
διώδῠνος: -ον (ὀδύνη), επώδυνος, αυτός που εμπεριέχει πολλή οδύνη, πολύ οδυνηρός, σε Σοφ.
Middle Liddell
δι-ώδῠνος, ον adj ὀδύνη
with thrilling anguish, Soph.