δρίμες
From LSJ
Greek Monolingual
οι και δρίματα, τα
1. δαιμονικά όντα που καταστρέφουν τα ρούχα, κάνουν κακό σε όσους λούζονται, κόβουν τ' αμπέλια κ.λπ.
2. οι έξι πρώτες ημέρες του Αυγούστου, για τις οποίες υπάρχει η λαϊκή πίστη ότι πρέπει να αποφεύγει κάποιος την επαφή με το νερό γιατί είναι ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) δρίμαι «κρύο» < δριμύς.