Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)
1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω
2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)
3. δροσολογούμαι
αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.