δρύφακτο
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο)
ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα
νεοελλ.
1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά του πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό της εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο, παραπέτο, κούτελο
(στα παλιότερα πολεμικά) σανίδωμα για απόκρυψη από τον εχθρό
2. στρ. αμυντικό έργο φτιαγμένο με σειρά πασσάλων μπηγμένων στη γη και γερά δεμένων μεταξύ τους
3. κινητό φράγμα που τοποθετείται στις ισόπεδες διαβάσεις, όταν περνά αμαξοστοιχία για να φράξουν τον δρόμο
4. τόπος περιφραγμένος από κιγκλίδες
αρχ.
1. (γενικά) κιγκλίδες
2. εξώστης, μπαλκόνι.