δυσανασχετέω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
bear ill, Th.7.71; to be greatly vexed, ἐπί τινι, πρός τι, Plu.Cam.35, Plb.16.12.5; περί τινος Phalar.Ep.37; τοῖς γενομένοις J.AJ13.16.2: abs., Eus.Mynd.59, Aët.8.44.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δυσηνησχέτουν Hdn.Epim.281]
I soportar mal τὰ γιγνόμενα Th.7.71, τὴν τριβήν Plu.Sert.16.
II intr.
1 pasarlo mal δυσανασχετεῖ καὶ ξενοπαθεῖ del alma, Plu.2.607e, cf. Philostr.Ep.63, Eus.Mynd.59
•ref. a un enfermo sufrir, sentirse mal χρόνον ... ἐφ' ὅσον ὁ πάσχων μὴ δυσανασχετῇ Aët.8.44.
2 c. rég. prep. enojarse πρὸς τὰς τοιαύτας ἀποφάσεις τῶν ἱστοριογράφων Plb.16.12.5, πρὸς τὴν ἀνατριβήν Plu.Ant.65, περὶ μοίρας ἢ θανάτου Phalar.Ep.37, ἐπὶ τῇ βλάβῃ Ph.2.461, ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις Plu.Cam.35
•tb. c. dat. τοῖς γινομένοις I.AI 13.411
•abs. contenerse con dificultad δυσανασχετήσαντες ἐμέλλησαν αὐτὸν ἀνελεῖν Ph.2.167.
German (Pape)
[Seite 675] etwas übel aufnehmen, es unerträglich finden; τὰ γιγνόμενα Thuc. 7, 71; Folgende, bes. Dion. Hal. öfter; unwillig werden, zürnen, ἐπί τινι, Nic. Damasc. 53; Plut. Camill. 55; πρός τι, frgm. 6, 3; περί τινος, Sp.; τινί, Clem. Al. p. 2 b.
French (Bailly abrégé)
δυσανασχετῶ :
seul. prés. et ao.
1 supporter avec peine, acc.;
2 être mécontent ou être indigné.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
δυσανασχετέω:
1 с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);
2 быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσανασχετέω: μετὰ δυσκολίας ὑποφέρω, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, τι Θουκ. 7. 71· μεγάλως στενοχωροῦμαι, ἀδημονῶ, ἐπί τινι ἢ πρός τι Πλούτ. Καμ. 35, Πολύβ. 16. 12, 5· περί τινος Φάλαρ. Ἐπ. 115.
Greek Monotonic
δυσανασχετέω: μέλ. δυσανασχετήσω, υποφέρω με δυσκολία, φέρω βαρέως, Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· είμαι πολύ εξοργισμένος, αγανακτισμένος, αδημονώ, ἐπί τινι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσανασχετέω, fut. δυσανασχτήσω
to bear ill, Lat. aegre ferre, Thuc.: to be greatly vexed, ἐπί τινι Plut. from δυσανάσχετος