δυωδεκάβοιος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠωδεκάβοιος Medium diacritics: δυωδεκάβοιος Low diacritics: δυωδεκάβοιος Capitals: ΔΥΩΔΕΚΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: dyōdekáboios Transliteration B: dyōdekaboios Transliteration C: dyodekavoios Beta Code: duwdeka/boios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, worth twelve oxen, Il.23.703.

German (Pape)

[Seite 693] zwölf Rinder wert, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 29 Δυωδεκάβοιον· δυόδεκα βοῶν ἄξιον; Homer einmal, Iliad. 23, 708. Vgl. τεσσαράβοιος, ἐννεάβοιος, ἐεικοσάβοιος, ἑκατόμβοιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut douze bœufs.
Étymologie: δυώδεκα, βοῦς.

English (Autenrieth)

worth twelve oxen, Il. 23.703†.

Greek Monolingual

δυωδεκάβοιος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια.

Greek Monotonic

δυωδεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δυωδεκάβοιος: равный по стоимости двадцати быкам (τρίπους Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυωδεκάβοιος -ον [δυώδεκα, βοῦς] twaalf runderen waard.

Middle Liddell

βοῦς
worth twelve beeves, Il.