εικονογραφώ
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
(AM εἰκονογραφῶ, -έω)
1. περιγράφω παραστατικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, -η, -ο
(για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες.
νεοελλ.
1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες
αρχ.
1. ζωγραφίζω
2. κάνω προσωπογραφία.