εικονογραφώ

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

(AM εἰκονογραφῶ, -έω)
1. περιγράφω παραστατικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, -η, -ο
(για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες.
νεοελλ.
1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες
αρχ.
1. ζωγραφίζω
2. κάνω προσωπογραφία.