εκατόνταρχος

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἑκατόνταρχος και ἑκατοντάρχης)
1. αρχηγός στρατιωτικής ομάδας που αποτελείται από εκατό άντρες
2. διοικητής ρωμαϊκής εκατονταρχίας, κεντυρίων.