εκπίνω

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

ἐκπίνω (Α)
1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.)
2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπό χθονός», Αισχ.)
3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο
4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.)
5. πίνω στην υγεία κάποιου, κάνω πρόποση.