εκτίνω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος του εκτίνω
πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές»)
αρχ.
1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι
2. «ἐκτείνω τίσιν ή δίκην» — πληρώνω πρόστιμο για κάτι
3. (μέσ., -ομαι)
απαιτώ ακέραια την πληρωμή για κάτι, εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.