εντείνω

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

(AM ἐντείνω)
Ι. 1. τεντώνω, τανύωεντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον»)
2. επιτείνω, δυναμώνωεντείνω τις προσπάθειές μου»)
3. διεξάγω με μεγαλύτερη έντασηεντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία»)
αρχ.
1. τεντώνω τη νευρά του τόξου
2. δένω σφιχτά
3. επιδιώκω, διεγείρω
4. επιτίθεμαι, χτυπώ
5. προσαρμόζω, τοποθετώ
6. εγγράφω (τρίγωνο σε κύκλο)
7. μελοποιώ
ΙΙ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐντεταμένος
αυτός που έχει τεντωθεί
αρχ.
εστυμένος, με στύση του πέους.
επίρρ...
ἐντεταμένως (AM)
με ένταση.