εξάτμιση
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Greek Monolingual
η (Μ ἐξάτμισις) εξατμίζω
η μετατροπή υγρού σε αέριο χωρίς βρασμό
νεοελλ.
1. η διαφυγή ατμού από κλειστό δοχείο
2. συνεκδ. το μέρος μηχανής από το οποίο διαφεύγει ο ατμός
3. η εκφυγή στην ατμόσφαιρα τών καυσαερίων τών οχημάτων
4. εξάρτημα αυτοκινήτων και λοιπών οχημάτων με το οποίο πραγματοποιείται η εξαγωγή τών καυσαερίων
5. πλήρης διάλυση ή εξαφάνιση («εξάτμιση τών ελπίδων»).