εξομαλύνω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος»)
2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών»)
3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω
4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (< ομαλός)].