εορτάζω

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

και γιορτάζω (AM ἑορτάζω)
1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις
2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή
νεοελλ.
(σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα -άζω (πρβλ. πλεονάζω)].