επίθεμα
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
το (AM ἐπίθεμα) επιτίθημι
1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα»)
2. αλοιφή ή έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή νεύρωση φυτού
μσν.
διακοσμητική παράσταση, διακόσμηση
αρχ.
1. επικάλυμμα, σκέπασμα
2. κιονόκρανο
3. πρόσθεση, προσθήκη
4. πλειοδοσία
5. το στέλεχος του βέλους.