επίμαχος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) επιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση του οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.