επακούω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
(AM ἐπακούω)
ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου»)
αρχ.-μσν.
1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή
(«νῦν ἐπάκουσον», Αισχύλ.)
2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.)
3. (για συμβουλές ή διαταγές) υπακούω
μσν.
αποκρίνομαι σε κάποιον
αρχ.
1. ακούω
2. κρυφακούω, ωτακουστώ
3. (με γεν.) μαθαίνω, πληροφορούμαι για κάτι.