επικλύζω
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
ἐπικλύζω (AM)
μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς», Λουκιαν.)
αρχ.
1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.)
2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) καλύπτω, καταλαμβάνω («ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν», Ευρ.)
3. καλύπτω, αναπληρώνω κάτι που λείπει («νῦν μέν τοι τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῦ», Αισχίν.)
4. (αμτβ.) ευπορώ, έχω αφθονία («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾶλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)
5. βρίσκομαι, είμαι σε αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλύζω «περιβρέχω»].