επικονίαση

From LSJ

τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light

Source

Greek Monolingual

η
1. εναπόθεση σκόνης, επίστρωση με κονίαμα
2. βοτ. η μεταφορά της γύρης από τον ανθήρα και η εναπόθεσή της πάνω στο στίγμα του άνθους, η οποία γίνεται με τον άνεμο ή τα έντομα και έχει ως αποτέλεσμα τη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κονίαση (< κονία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κωνστ. Μητσόπουλο].