οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).