ερυκανώ

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

ἐρυκανῶ, -άω (Α)
(ποιητ. αντί ερύκω) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ.