ετέρωθι

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α)
επίρρ.
1. στο άλλο μέρος, απέναντι
2. σε άλλο μέρος, αλλού
3. σε άλλον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτόθι)].