Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευφημία

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφημία) εύφημος
εκδήλωση σεβασμού και τιμής με λόγους, έπαινος, εγκώμιο («παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ γονέας εὐφημίαν διαφερόντως», Πλάτ.)
μσν.
1. ζητωκραυγή, επευφημία
2. επιδοκιμασία
αρχ.
1. χρήση ευοίωνων λέξεων, εύσχημων λόγων («ὄρνιθα μὲν τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, τὸ σὸν χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν», Ευρ.)
2. η χρήση εύσχημων λόγων για ονομασία κοινών πραγμάτων, ο ευφημισμός
3. η τήρηση θρησκευτικής σιγής («εὐφημίαν νῦν ἴσχ'», Σοφ.)
4. η εκδήλωση τιμής προς τους θεούς με προσευχή, η δέηση, ο ύμνος («ἴτω δὲ Δαναΐδαις εὐφημία», Ευρ.)
5. πληθ. αἱ εὐφημίαι
οι δοξαστικοί ύμνοι («θαλίαις... εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει», Πίνδ.)
6. καλή φήμη, υπόληψη, υστεροφημία («διὰ τῆς ἀγαθῆς μνήμης καὶ τῆς ἀδιαλείπτου πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον εὐφημίας», Πλούτ.).