εφόριος

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

ἐφόριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει
2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορααγορά εφόριος» — αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό, Επιγρ.)
3. παραμεθόριος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐφόρια
τα σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅριον (< ὅρος «σύνορο»)].