εύσαρκος

From LSJ

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].