εἰλυός
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
or ἰλυός [ῑ], ὁ, = εἰλυθμός, X.Cyn.5.16, A.R.1.1144, Nic.Th. 143.
Spanish (DGE)
(εἰλῡός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): εἱλ- Hdn.Epim.48; ἰλῡός Nic.Th.143
• Morfología: [formas en ἰλ- censuradas por Hdn.Gr.2.21]
cubil, madriguera θῆρες δ' εἰλυούς τε κατὰ ξυλόχους τε λιπόντες A.R.1.1144, de una serpiente ἀνιχνεύουσι ... ἰλυοὺς ἐρέθοντες Nic.l.c., ὑπὸ τοῖς εἰλυοῖς ... ἀφανίζεσθαι Ael.NA 2.7, cf. 1.45, de la almeja, Ael.NA 15.12, εἰ. ... ἡ κατάδυσις Hdn.Gr.1.113, cf. 127, l.c.; cf. ἰλεός.
German (Pape)
[Seite 729] ὁ, = εἰλυθμός; Xen. Cyn. 5, 16; Ap. Rh. 1, 1144; Nic. Th. 143.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. εἰλυθμός.
Russian (Dvoretsky)
εἰλῡός: ὁ Xen. = εἰλεός.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῡός: ὁ, = εἰλυθμός, Ξεν. Κυν. 5. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1144.
Greek Monolingual
εἰλυός και ἰλυός, ο (Α)
ο ειλυθμός.
Greek Monotonic
εἰλῡός: ὁ (εἰλύω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, σε Ξεν.