εὐαγγελισμός

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, das Verkünden froher Botschaft, übh. Evangelium, K. S.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐαγγελισμός) ευαγγελίζομαι
εκκλ. η αναγγελία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία ότι έμελλε να ενσαρκωθεί σε Αυτήν ο Υιός του Θεού
νεοελλ.-μσν.
ως κύριο όν. ο Ευαγγελισμός
η εκκλησιαστική γιορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του ανωτέρω γεγονότος
αρχ.
η πράξη του ευαγγελίζομαι, η αναγγελία χαρμόσυνης είδησης.