εὐαυγής
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
εὐαυγές, bright, shining, v.l. in Pi.Pae.Fr.19.25, v.l. in Pae.Erythr.15,al.: Sup. εὐαυγέστατος v.l. in Arist.Mu.397a16; cf. εὐαγής.
German (Pape)
[Seite 1058] ές, hellglänzend, χιόνος βολαί Eur. Bacch. 661; leicht in die Augen fallend, πύργος Suppl. 652, nur conj. für εὐαγής, w. m. s.
Greek Monolingual
εὐαυγής, -ές (Α)
ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. ανταυγής, διαυγής].