εὐκλήρημα

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκλήρημα Medium diacritics: εὐκλήρημα Low diacritics: ευκλήρημα Capitals: ΕΥΚΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: euklḗrēma Transliteration B: euklērēma Transliteration C: efklirima Beta Code: eu)klh/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, a piece of good fortune, Antiph.317, Teles p.26 H., D.S.18.13, Str.5.3.7. (εὐκλήρωμα is f.l. in AB77.)

German (Pape)

[Seite 1075] τό, das gute Loos, Glück, Teles Stob. fl. 40, 8; Strab. 5, 3, 7; D. Sic. 18, 13.

Russian (Dvoretsky)

εὐκλήρημα: ατος τό счастливый удел, удача Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκλήρημα: τό, καλὴ τύχη, εὐτύχημα, κατόρθωμα, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδώνιδι» 1, Διοδ. 18. 13.

Greek Monolingual

εὐκλήρημα, τὸ (Α)
ευκληρώ
1. αγαθός κλήρος, καλή μοίρα, καλή τύχη
2. ευτύχημα, κατόρθωμα.