εὐχυμία

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχῡμία Medium diacritics: εὐχυμία Low diacritics: ευχυμία Capitals: ΕΥΧΥΜΙΑ
Transliteration A: euchymía Transliteration B: euchymia Transliteration C: efchymia Beta Code: eu)xumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A = εὐχυλία (goodness of flavour), Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr. CP 6.11.4.
II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.
2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Russian (Dvoretsky)

εὐχῡμία:сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.