εὔοδμος
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
v. εὔοσμος.
German (Pape)
[Seite 1084] ion. u. ep. = εὔοσμος, wohlriechend; Pind. frg. 45; Theocr. 2, 23. 17, 29 u. a. sp. D., wie μύρα, πέταλα, Pall. 4 (XI, 54) Strat. 37 intr, 1951 Crinag. 37 (VII, 401); einmal auch bei Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une odeur agréable.
Étymologie: εὖ, ὀδμή.
English (Slater)
εὔοδμος, -ον sweet smelling [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (supp. Housman) Πα. 2. . εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.
Russian (Dvoretsky)
εὔοδμος: и εὔοσμος 2 пахучий, душистый, благовонный (σέλινον, νέκταρ Theocr.; ἔαρ Pind.; πέταλα Anth.).
Greek Monolingual
εὔοδμος, -ον (Α)
εύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οδμος (< οδμή, αρχικός τ. του οσμή) πρβλ. άν-οδμος, βαρύ-οδμος, δύσ-οδμος].
Greek Monotonic
εὔοσμος: ή εὔοδμος, -ον (ὀσμή, ὀδμή), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, μυρωδάτος, σε Θεόκρ.