ζεστοκοπώ

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-άω
ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδρωκοπώ)].