ζωοπάροχος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπάροχος: -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, -ον)
αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος
νεοελλ.
εμψυχωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιοπάροχος, πλουσιοπάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].