ζῳοτρόφος

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτρόφος Medium diacritics: ζῳοτρόφος Low diacritics: ζωοτρόφος Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: zōiotróphos Transliteration B: zōotrophos Transliteration C: zootrofos Beta Code: zw|otro/fos

English (LSJ)

ον, nourishing animals, Max.Tyr. 39.4, 41.5.

German (Pape)

[Seite 1144] Tiere fütternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτρόφος: -ον, θρεπτικός, ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Κλήμ. Ἀλ. 119.

Greek Monolingual

(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος].
(II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος].