ζῳοτρόφος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον, nourishing animals, Max.Tyr. 39.4, 41.5.
German (Pape)
[Seite 1144] Tiere fütternd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοτρόφος: -ον, θρεπτικός, ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Κλήμ. Ἀλ. 119.
Greek Monolingual
(I)
ζωοτρόφος, -ον (Α)
(για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος].
(II)
-ο (Α ζῳοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος].