ηλακατήν
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. του είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].