ηλακατήν

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. του είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].