ημιβαφής

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source

Greek Monolingual

ἡμιβαφής, -ες (Α)
μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής].