θαλασσοβίωτος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ῐ], ον, living on or by the sea, App.Pun.89:—also θαλασσόβιος, ον, Sch.Opp.H.2.1.
German (Pape)
[Seite 1182] vom Meere lebend, darin seinen Unterhalt suchend, App. Pun. 89.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοβίωτος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ τῆς θαλάσσης, χειρώνακτες θαλασσοβίωτοι Ἀππ. Καρχ. 89.
Greek Monolingual
θαλασσοβίωτος, -ον (Α)
αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. αβίωτος, ευσυμ-βίωτος].